- κλεπτέλεγχος
- κλεπτέλεγχος, -ον (AM)μσν.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κλεπτέλεγχοςείδος θεοκρισίας, κατά την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο τής Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως κατάρα στον εαυτόν του να τόν τιμωρήσει αμέσως ο θεός, εάν είχε πει ψέμματα2. (κατ' επέκτ.) ο άρτος που έτρωγε ο δοκιμαζόμενος («κλεπτέλεγχον βρῶμα»)αρχ.αυτός που αποκαλύπτει κλέφτη («κλεπτέλεγχος λίθος» — λίθος με μαγική δύναμη να αποκαλύπτει κλέφτη).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + ἔλεγχος].
Dictionary of Greek. 2013.